Παλαιοελλαδίτης

Παλαιοελλαδίτης
και Παλιοελλαδίτης, ο, θηλ. -ισσα
αυτός που κατάγεται από την παλαιά Ελλάδα, δηλ. από την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο-* + Ελλάδα + επίθημα -ίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Παλιοελλαδίτης — ο, θηλ. Παλιοελλαδίτισσα βλ. Παλαιοελλαδίτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”